- προθεραπεία
- ἡ, Α [προθεραπεύω]1. (ρητ.) η προετοιμασία τού ακροατή από τον ρήτορα για να ακούσει κάτι παράδοξο ή απίστευτο2. η εκ τών προτέρων θεραπεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προθεραπεία — προθεραπείᾱ , προθεραπεία preparation for the introduction fem nom/voc/acc dual προθεραπείᾱ , προθεραπεία preparation for the introduction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεραπείᾳ — προθεραπείᾱͅ , προθεραπεία preparation for the introduction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεραπείας — προθεραπείᾱς , προθεραπεία preparation for the introduction fem acc pl προθεραπείᾱς , προθεραπεία preparation for the introduction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεράπευσις — εύσεως, ἡ, Α [προθεραπεύω] (ρητ.) η προθεραπεία* … Dictionary of Greek